Νέο νομοθετικό πλαίσιο – Υποχρεώσεις ενημέρωσης και Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία

Διαμεσολάβηση – Έννοια

Η διαμεσολάβηση είναι ένας εναλλακτικός τρόπος επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών, η οποία διεξάγεται με τη συνδρομή ενός τρίτου αντικειμενικού προσώπου, του Διαμεσολαβητή, ο οποίος βοηθά τα μέρη να φτάσουν στην επίτευξη συμφωνίας. Ο Διαμεσολαβητής είναι ειδικά εκπαιδευμένος και καταρτισμένος για την υποβοήθηση των μερών στην επίλυση των συγκρούσεων, με την εξεύρεση λύσεων από τα ίδια τα μέρη. Η διαμεσολάβηση μπορεί να παράγει υψηλής ποιότητας βιώσιμες λύσεις, με πολύ λιγότερο κόστος, χρόνο και συναισθηματική πίεση.

Ο συγκεκριμένος τρόπος επίλυσης των διαφορών μπορεί να εφαρμοστεί σε εμπορικές και αστικές διαφορές, εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, όπου υπάρχει εξουσία διαθέσεως του αντικειμένου της διαφοράς και ειδικότερα στις οικογενειακές, εργατικές και άλλες διαφορές. Σύμφωνα με τον νόμο 4640/2019 «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (2008/52/ΕΚ) «Ως διαμεσολάβηση νοείται μια διαρθρωμένη διαδικασία ανεξαρτήτως ονομασίας, με βασικά χαρακτηριστικά την εμπιστευτικότητα και την ιδιωτική αυτονομία, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη επιχειρούν εκουσίως, με καλόπιστη συμπεριφορά και συναλλακτική ευθύτητα, να επιλύσουν με συμφωνία μια διαφορά τους με τη βοήθεια διαμεσολαβητή» (άρθρο 2 παρ. 2 Ν. 4640/2019).

Η διαδικασία διεξάγεται μέσα από εμπιστευτικές συνομιλίες και διαπραγματεύσεις με τη βοήθεια του διαμεσολαβητή, ο οποίος πρέπει να είναι εξειδικευμένος και αμερόληπτος. Η ευελιξία και η αμεσότητα είναι χαρακτηριστικά της διαδικασίας που επιτρέπουν στα μέρη να επικεντρώνονται στην ουσία της διαφοράς, δίδεται δε, ιδιαίτερη βαρύτητα, στην προσωπικότητα, τις ανάγκες και τα πραγματικά συμφέροντα των μερών, πολύ μακριά από τη λογική της αντιδικίας.

Η διαδικασία της διαμεσολάβησης διέπεται από κάποιες βασικές αρχές, οι οποίες μεταξύ άλλων είναι οι ακόλουθες:
• η αυστηρή τήρηση της εμπιστευτικότητας,
• η ελεύθερη συμμετοχή των μερών
• η διαχείριση των συναισθημάτων τους,
• η ελαστικότητα της μορφής της διαδικασίας,
• η ισότητα στην αντιμετώπιση των μερών,
• η αποτελεσματική επικοινωνία,
• ο μη δεσμευτικός χαρακτήρας όσων συμμετέχουν (μέχρι την υπογραφή του συμφωνητικού επίλυσης της διαφοράς) και η – καινοτόμος σε σχέση με τη δικαστική και διαιτητική επίλυση διαφορών – μη έκδοση απόφασης από το Διαμεσολαβητή. Ουσιαστικά δηλαδή τα μέρη έχουν τον απόλυτο έλεγχο της συμφωνίας.

Ο Διαμεσολαβητής θα πρέπει να τονιστεί ότι δεν είναι ούτε δικαστής, ούτε διαιτητής. Μέσα από τις τεχνικές που έχει μάθει και εφαρμόζει, τα μέρη οδηγούνται, με την βοήθειά του, στην εξεύρεση της λύσης στο πρόβλημά τους, με βάση τα πραγματικά τους συμφέροντα. Εάν τα μέρη φτάσουν στην εξεύρεση λύσης, η διαμεσολαβητική διαδικασία περαιούται με την υπογραφή ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο αφού υπογραφεί από τα μέρη είναι πλήρως δεσμευτικό για αυτά, ενώ μπορεί να εκτελεστεί, αφού ακολουθηθεί κάποια τυπική διαδικασία, σύμφωνα με τα άρθρα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας περί αναγκαστικής εκτέλεσης των αποφάσεων ή εν γένει εκτελεστών τίτλων, και μάλιστα το απόγραφο για την εκτέλεση εκδίδεται ατελώς, ήτοι δεν καταβάλλεται δικαστικό ένσημο και τέλος απογράφου.

Νομοθετικό πλαίσιο – Υποχρεώσεις ενημέρωσης και Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία

Σύμφωνα με τον νέο νόμο, πριν από την προσφυγή στο Δικαστήριο υπάρχει ΓΙΑ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ η υποχρέωση του δικηγόρου να ενημερώσει τον εντολέα του για τη δυνατότητά του να προσφύγει στη διαμεσολάβηση. Ειδικό ενημερωτικό έγγραφο πρέπει να υπογράφεται από το δικηγόρο και τον εντολέα του και να κατατεθεί έως τη συζήτηση της αγωγής στο δικαστήριο αλλιώς κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτησης του ενδίκου βοηθήματος.

Στη διαδικασία της διαμεσολάβησης τα μέρη παρίστανται με δικηγόρο-νομικό παραστάτη υποχρεωτικά εκτός από τις καταναλωτικές διαφορές και τις μικροδιαφορές.

Υπάρχουν όμως υποθέσεις που ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ υπάγονται σε μια πρώτη συνεδρία προκειμένου να διερευνήσουν αν μπορούν να επιλύσουν την διαφορά τους μέσω της διαμεσολάβησης, πριν τα μέρη προσφύγουν στη δικαιοσύνη. Οι υποθέσεις αυτές είναι οι ακόλουθες:

α) Όλες οι οικογενειακές διαφορές, εκτός από αυτές του άρθρου 592 παρ. 1 περ. α΄, β΄ και γ΄(διαζύγιο, ακύρωση γάμου, αναγνώριση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας γάμου) και του άρθρου 592 παρ. 2 (προσβολή πατρότητας κ.λπ.). Δηλαδή πλέον πρέπει να προσέλθουν τα μέρη στη διαμεσολάβηση για υποθέσεις διατροφής, επιμέλειας τέκνων, επικοινωνίας με τα τέκνα.

β) Οι διαφορές που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία και υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και Πολυμελούς Πρωτοδικείου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

γ) Οι διαφορές για τις οποίες, κατόπιν έγγραφης συμφωνίας των μερών προβλέπεται και είναι σε ισχύ ρήτρα διαμεσολάβησης.

Στις ανωτέρω περιπτώσεις για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής που τυχόν θα ασκηθεί, κατατίθεται μαζί με τις προτάσεις της συζήτησης της υπόθεσης το πρακτικό της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης.

Διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί για την Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία

Θα πρέπει πρωτίστως να τονιστεί ότι το πρόσωπο του διαμεσολαβητή θα πρέπει να είναι κοινής αποδοχής από τα μέρη. Ως εκ τούτου θα πρέπει τα μέρη κατ’ αρχάς να συμφωνήσουν στο πρόσωπο του διαμεσολαβητή. Για λόγους αμεροληψίας του διαμεσολαβητή, εφόσον ένα μέρος τον επιλέξει, δεν ενδείκνυται ο ίδιος ο διαμεσολαβητής να επικοινωνεί με το άλλο/α μέρος/η, αλλά το ίδιο το μέρος θα πρέπει να έλθει σε συμφωνία με το άλλο μέρος για το πρόσωπο του διαμεσολαβητή.  Αφού λοιπόν ο διαμεσολαβητής λάβει την έγκριση των μερών εγγράφως, υποβάλλεται αίτημα προσφυγής σε διαμεσολάβηση και ο διαμεσολαβητής κατόπιν συμφωνίας με τα μέρη ορίζει ημερομηνία και τόπο διεξαγωγής της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας μέσα στις επόμενες 20 ημέρες.

Στην υποχρεωτική αυτή συνεδρία τα μέρη παρίστανται με δικηγόρο και αν τα μέρη δεν επιθυμούν να επιλύσουν τη διαφορά τους με διαμεσολάβηση υπογράφεται πρακτικό, το οποίο θα πρέπει να κατατεθεί στην δίκη που θα ακολουθήσει και συγκεκριμένα με τις προτάσεις κατά την ημέρα της συζήτησης της αγωγής.

Αν τα μέρη επιθυμούν να επιλυθεί η υπόθεσή τους με διαμεσολάβηση, τότε συντάσσεται έγγραφο υπαγωγής στη διαμεσολάβηση και ακολουθεί η διαμεσολάβηση που θα πρέπει μα έχει ολοκληρωθεί μέσα σε 40 ημέρες από την επόμενη της λήξης της εικοσαήμερης προηγούμενης προθεσμίας. Σε περίπτωση που η διαμεσολάβηση είναι επιτυχής τότε το πρακτικό επιτυχίας μπορεί να κατατεθεί στη γραμματεία του καθ’ ύλην αρμοδίου δικαστηρίου που εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η εκδίκαση της υπόθεσης και έτσι αποτελεί εκτελεστό τίτλο, ενώ δεν μπορεί να ασκηθεί πλέον αγωγή για την ίδια διαφορά στο Δικαστήριο. Το απόγραφο, θα πρέπει να τονιστεί ότι, εκδίδεται ατελώς από τον δικαστή ή τον πρόεδρο του καθ’ ύλην αρμοδίου Δικαστηρίου.

Scroll to top